Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Sin City (2005)

Σκηνοθεσία: Robert Rodriguez, Quentin Tarantino, Frank Miller
Σενάριο:  Frank Miller
Παίζουν: Mickey Rourke, Jessica Alba, Bruce Willis, Clive Owen, Benicio Del Toro, Rosario Dawson, Elijah Wood, Michael Clarke Duncan, Alexis Bledel, Rutger Hauer
Παραγωγή: HΠΑ
Διάρκεια: 124’

Την είδα ξανά τυχαία στο άχρηστο κουτί, που όταν θέλει άλλο άχρηστο δεν είναι και κάτι τέτοιες στιγμές εκτιμώ την ύπαρξή του. Την είχα δει χρόνια πριν, μαθήτρια ακόμη, σε DVD, όταν νοικιάζαμε ακόμη DVD, εμείς οι μανιακοί.

Μου είχε αρέσει τόσο πολύ που είχα γεμίσει το μαθητικό μου δωμάτιο με αφίσες των πρωταγωνιστών και την είχα εντυπώσει στη μνήμη μου, ώστε όταν κάποιος με ρωτήσει ποια είναι η αγαπημένη μου ταινία να πω έτσι με έναν αυθορμητισμό, «το Sin City φυσικά!».

Και εάν κάποιος δεν την γνώριζε, ήταν η ευκαιρία μου να αρχίζω να περιγράφω το σκοτεινό της background, τις εικόνες που ξεπηδούν από το κόμικ σαν από ένα απόκοσμο σύμπαν, τα ιδιαίτερα γραφικά και τους χαρακτήρες που ο ένας είναι πιο «αμαρτωλός» από τον άλλον και πάει λέγοντας.

Είναι από τις λίγες ταινίες που μονάχα με μία θέαση εισβάλλει ύπουλα στη μνήμη σου και δύσκολα φεύγει από εκεί. Και επειδή από τότε που την είχα νοικιάσει σε DVD έχουν περάσει από τα χέρια μου εκατοντάδες άλλες ταινίες που διεκδίκησαν μία θέση στη λίστα των αγαπημένων, το Sin City κρατούσε πάντα μία περίοπτη, ολότελα δική του θέση. Είχε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, κάτι άρρωστα εθιστικό.

Θα ξεκινήσω αφηγηματικά για να συνεχίσω με το περιεχόμενο, αφήνοντας το ερμηνευτικό κομμάτι για το τέλος. Η αφήγηση λοιπόν, χωρίζεται σε τρεις διαφορετικές ιστορίες, τρεις χαρακτήρες παίρνουν τα ηνία του κύριου αφηγητή και μας εισάγουν στον δικό τους κόσμο, τους προβληματισμούς τους και κυρίως τις αμαρτωλές καταστάσεις της πόλης Basin City.

Ο Marv, παραμορφωμένος, μεγαλόσωμος και ευαίσθητος, θα θελήσει να εκδικηθεί την αγάπη της ζωής του, την Goldie, μία ιερόδουλη που θα πέσει θύμα ενός διεστραμμένου νεαρού και του προστατευόμενου του. Ο Dwight έχει σιχαθεί την διαφθορά στην πόλη και αποφασίζει να πάρει το νόμο στα χέρια του. Θα γίνει συνένοχος ενός ξαφνικού εγκλήματος που θα τον παρασύρει σε μία σειρά παράνομων δραστηριοτήτων, μαζί με τη συμμορία των ιεροδούλων και την αρχηγό τους Gail.  

Η τρίτη ιστορία με την οποία ξεκινά και τελειώνει η ταινία είναι αυτή του αστυνομικού Hartigan, ο οποίος θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή και την καριέρα του, προκειμένου να σώσει ένα μικρό κορίτσι από τα χέρια ενός παιδόφιλου. Τοποθετημένη σε δύο διαφορετικά χρονικά πλαίσια, αυτή η ιστορία είναι και ο πυρήνας της «αμαρτωλής πόλης».

Οι τρεις αυτές ιστορίες συνδέονται μεταξύ τους, όχι όμως άρρηκτα. Η μία διαδέχεται την άλλη και όλες μαζί συνθέτουν ένα χρονικό απόλυτης διαφθοράς και διαστροφής, εγκλήματος και βίας σε μία πόλη όπου οι κανόνες υπάρχουν στη σφαίρα του φανταστικού και η δικαιοσύνη είναι κάτι ουτοπικό.

Οι χαρακτήρες που παρακολουθούμε δεν είναι ακριβώς αθώοι, δρουν στα πλαίσια της απόλυτης ανομίας γιατί ακριβώς το περιβάλλον και οι καταστάσεις δεν τους επιτρέπουν κάτι άλλο. Σκέψου τι θα έκανες εάν ήσουν εσύ στη θέση τους. Θα προτιμούσες να κατέληγες νεκρός ή να δρούσες προκειμένου να σώσεις τον εαυτό σου και τους αγαπημένους σου; Αντιπροσωπεύουν τον κλασικό αντιήρωα, που όντας και ο ίδιος αμαρτωλός, θα πράξει μέσα στα όρια της ανομίας για να πετύχει τον απόλυτα ηθικό σκοπό του.

Ο γραφικός κόσμος του Miller ξεπηδά από τις σκοτεινές σελίδες των κόμικς του και ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη με τις σκηνοθετικές οδηγίες του Rodriguez και του Tarantino ως guest director (είναι εμφανές το κομμάτι που σκηνοθέτησε ο Tarantino νομίζω). Ολοκληρωτικά γυρισμένο σε στούντιο, ο σκηνοθέτης δημιούργησε ένα σύμπαν σκοτεινό και βρώμικο μα και τόσο αληθινό που δεν μπορείς παρά να το συγκρίνεις με το τώρα. Είναι - αν μη τι άλλο – μία υπερβολική αποτύπωση ενός παράλληλου σύγχρονου κόσμου τόσο διεφθαρμένου που το έγκλημα είναι η μόνη διέξοδος.

Και ναι γνωρίζεις με σιγουριά πως τέτοια μέρη υπάρχουν στον πλανήτη, πως τέτοιοι άνθρωποι είναι δυστυχώς μία πραγματικότητα που όλοι θα θέλαμε να μην γνωρίζαμε πως υπάρχει. Όμως το να αποφεύγεις το πρόβλημα, δεν το  εξαφανίζεις κιόλας. Η διαφθορά είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης.

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία που επιμένει να δίνει έμφαση στο κόκκινο χρώμα, είτε είναι το κραγιόν ενός θηλυκού είτε το φόρεμα ενός άλλου, αποφεύγει να αποτυπώσει το κόκκινο του αίματος. Ίσως γιατί δεν θέλει να αλλοιώσει την έννοια του κόκκινου χρώματος, αυτού του πάθους και του έρωτα, των συναισθημάτων και της θηλυκής παρουσίας.

Το κίτρινο χρώμα που κάνει την εμφάνισή του στο τελευταίο μέρος της ταινίας αντιπροσωπεύει κάτι άρρωστο, κάτι άσχημο, την παραμόρφωση του παιδόφιλου που ο Hartigan θεώρησε πως είχε σκοτώσει. Το μαύρο είναι το κυρίαρχο χρώμα (σε ρούχα, μακιγιάζ και σκηνικά) μαζί με το άσπρο που αποτυπώνεται εντονότερα προκειμένου να ενισχύσει την αντίθεση μεταξύ τους.

Τα απότομα zoom ins δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στους χαρακτήρες – αφηγητές και οδηγούν τη δράση και τη βία σε ένα επίπεδο σουρεαλισμού. Ο φωτισμός παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην σκηνοθεσία και ειδικά σε μία ασπρόμαυρη ταινία. Τα after effects κάνουν τα χαρακτηριστικά των προσώπων και τις κινήσεις των πρωταγωνιστών πιο ζωντανές, τους προσδίδουν μία απόκοσμη γυαλάδα, μία πιο έντονη αντίθεση με τον αληθινό κόσμο.

Κατά τη διάρκεια της ταινίας, όλη η δράση που παρακολουθούμε είναι κάτω από το πέπλο της νύχτας σε ένα απόκοσμο περιβάλλον, σε μπαρ, σε δάση, σε απομονωμένα σπίτια, σε βρώμικα διαμερίσματα, στα σπορ αυτοκίνητα, σε αλάνες και σε κρύους παγωμένους δρόμους. Το σκηνικό είναι εχθρικό όπως και η ίδια η πόλη. Η μόνη σύνδεση με το αληθινό, πιο ρεαλιστικό παρόν είναι η πρώτη και η τελευταία σκηνή. Η πρώτη σε ένα μπαλκόνι ουρανοξύστη και η τελευταία σε ένα νοσοκομείο με ήχους που ξαφνικά σε επαναφέρουν από τον άγριο κόσμο των δρόμων σε μία πιο γνώριμη πραγματικότητα.

Ο ανώνυμος χαρακτήρας του Josh Hartnett είναι η σύνδεση με την πραγματικότητα όπου η βία είναι συγκαλυμμένη. Ο κίνδυνος είναι πιο ρεαλιστικός γιατί δεν είναι τόσο εμφανής όπως στον κόσμο της Basin City. Γοητευτικός πίσω από το προσωπείο του Hartnett, είναι εκεί άγρυπνος και έτοιμος να σε κατασπαράξει, εσύ όμως συνεχίζεις να ζεις τη ζωή σου μέχρι να αποφασίσει να σου αποκαλυφθεί. Τότε όλα είναι πιθανά.

Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες για τη σημειωτική εδώ και ίσως να προέκυπταν πολλά ενδιαφέροντα αποτελέσματα, όμως το Sin City θα προτιμούσε να τα αφήναμε ανέπαφα για τους θεατές να τα ανακαλύψουν από μόνοι τους. Την γραφική απεικόνιση της βίας, τα μηνύματα της σύγχρονης διαφθοράς, την διαστρεβλωμένη ηθική και δικαιοσύνη, τους αντιήρωες που τη συντροφεύουν, το ατιμώρητο έγκλημα και τα καταπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία.


Μία βουτιά στη Sin City και δε θα είσαι ποτέ ο ίδιος. 

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Follow my blog!

Seeking a friend for the end of the world (2012)

Direction: Lorene Scafaria
Script: Lorene Scafaria
Acting: Steve Carell, Keira Knightley, Melanie Lynskey
Production: USA, Singapore, Malaysia, Indonesia
Duration: 101 min

Following the global movie production wave that makes countless sci-fi movies a year, “Seeking a friend for the end of the world” deals with something different than the end of the world itself. Human beings need to understand and accept their minimal existence in this universe in order to endure and live their last days on Earth with someone they love and not fight the un - fightable.

The story-line follows a 40 year-old married man, Dodge, who after the announcement of the forthcoming asteroid, named “Matilda” that would cause the not reversing end of the world, he finds himself dumped by his wife, three weeks before the upcoming end.

Suddenly all his life flashes in front of his eyes and he discovers that, since there will be no world to live in, he should follow the true desires of his heart, and that is to find his high school love, his first true love.

This idea though, was given to him by his neighbor, Penny, who crushes into his place and realizes that she was withdrawing his mail. There he will find a love letter from his first love that will give him the extra push to do something he would never do before.

The whole atmosphere is about doing what you would never do before, since everybody on earth is aware of the upcoming end. Drugs, sleeping with anyone you like without protection, not following the law, doing heroine on parties are only particles of the outrageous level of freedom that exists three weeks before the asteroid hits Earth.

The movie is trying to show with brutal honesty, how it would really be if a more plausible scenario of an asteroid hitting Earth would occur, instead of some aliens destroying whole cities. The human brain here is presented as a coin; it only has two sides, either you can be depressed and probably kill yourself or be extremely happy and satisfied with the life you have lived, enjoying your last days with people you love.

The truth is it puts you into that thinking box, making you force yourself to imagine what you would do if all this was really happening. And probably you would find yourself wondering about the answer for hours, when the truth is you have absolutely no clue.

Penny, Dodge’s crazy British neighbor has a story of her own. She lives far away from her home and her parents, she has a dead-end relationship, she smokes weed all day and she feels terribly guilty towards Dodge about withholding the letters he should have received. They will start together an adventurous trip based on Penny’s guilt, only to realize at the end that the only thing they both really want is to have a friend for the end of the world.

The first half of this different sci-fi movie is actually really promising, with jokes and lines, situations that cause your curiosity levels to rise. On the second half though, you notice a terrible slowdown of the narration, like the director didn't really have something else to show you. Like the script ended there and they just improvised on set, without even trying to make it less obvious!

The scenario is dry; there is nothing to hold on, except making normal scenes really long just to fill up your time. There are certain ways in cinematography where you can make a good usage of a long scene and transfer the tension or any other feeling you want to transfer. The way Lorene Scafaria does it here makes you want to jump of your seat and scream: “Move on!”

Destroying completely the feeling that gives on the first half, “Seeking a friend for the end of the World” doesn't really offer something more to your thinking brain, except some hackneyed topics, like the importance of love in life. Didn't you know that already?


The movie could have the chance to stand by itself into the pantheon of sci-fi cinema, just by being so simple and romantic, if only it had a completed script. The scientific explanations that have blown people’s minds before in other movies now mean nothing. So in the emergence of different sci-fi cinema, “Seeking a friend for the end of the World” has lost its position. 

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Anna Karenina (2012)


Σκηνοθεσία: Joe Wright
Σενάριο: Tom Stoppard, Leo Tolstoy (novel)
Παίζουν:  Matthew Macfadyen, Aaron Taylor-Johnson, Keira Knightley, Jude Law, Kelly Macdonald, Domhnall Gleeson, Alicia Vikander
Παραγωγή: Αγγλία
Διάρκεια: 129’

Η αφορμή αυτής της κριτικής ήταν η πρόσφατη παρακολούθηση από την αφεντιά μου, μία εκ των κλασσικότερων ταινιών του παλιού Χόλυγουντ, την Anna Karenina με πρωταγωνίστρια την αείμνηστη θεότητα, ονόματι Greta Garbo. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ μου δεν στρώθηκα να διαβάσω το βιβλίο του Τολστόι (ήταν και μεγάλο από όσο θυμάμαι), είχα όμως επίγνωση της ιστορίας της τραγικής αυτής μορφής της παγκόσμιας κλασσικής λογοτεχνίας.

Θα την πω την αμαρτία μου, η ταινία εκείνη η παλιά, με εξαίρεση την παρουσία της Garbo να κάνει τη διαφορά, μου πέρασε κάπως άχαρα στο μυαλό. Ήταν λειψή, κενή, πολύ ρομαντική, χωρίς εκείνη την τραγικότητα που αποζητούσε εξαρχής η καρδιά. Σαν η ιστορία να ειπώθηκε και να μην γράφτηκε πουθενά, να μην κατάφερε να εντυπωθεί σε κανενός την ψυχή.

Όπως μου είπε πρόσφατα ένας φίλος: «κάθε έργο στην εποχή του είναι αυτό που είναι και μετά γίνεται κάτι άλλο» και με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη. Την εποχή που έγινε η ταινία αυτή, η βιομηχανία του κινηματογράφου πρέσβευε άλλα πράγματα από ότι η σημερινή, υπήρχαν άλλες κοινωνικές καταβολές, άλλες ηθικές και πάει λέγοντας.

Την προηγούμενη εβδομάδα παρακολούθησα την πιο πρόσφατη εκδοχή του φημισμένου αυτού βιβλίου, με πρωταγωνιστές τους Aaron Taylor-Johnson (πόσο εκνευριστικά όμορφος αυτό το “Nowhere Boy” πια), Keira Knightley και Jude Law. Ήμουν αρκετά διστακτική από την αρχή, αποζητούσα όμως κάτι παραπάνω από αυτήν την ιστορία στο σινεμά. Και νομίζω το βρήκα.

Το 1874, στην αυτοκρατορική Ρωσία, η αριστοκρατική Anna Karenina, παντρεμένη με τον Alexei Karenin και μητέρα ενός αγοριού, ταξιδεύει από την Αγία Πετρούπολη στη Μόσχα για να σώσει το γάμο του αδελφού της, του πρίγκιπα Oblonsky, ο οποίος ήταν γνωστός για τις εξωσυζυγικές του σχέσεις και ιδίως αυτή με την γκουβερνάντα του.

Η Anna θα συναντήσει τον αξιωματικό ιππικού, Count Vronsky στο σταθμό του τρένου, όπου με μία μονάχα ματιά θα αντιληφθούν και οι δύο την απροσδιόριστη έλξη μεταξύ τους. Σύντομα μαθαίνει ότι ο Vronsky είναι προγραμματισμένος να παντρευτεί την Kitty, μικρότερη αδελφή της κουνιάδας της, Dolly.

Η Anna, γνωστή για την διπλωματία της, επιλύει με συνοπτικές διαδικασίες, την υπόθεση απιστίας του αδελφού της, με την Kitty να επιμένει να παρευρεθεί στο γκαλά, ειδικά αφιερωμένο για την ίδια και τον επικείμενο γάμο της. Ωστόσο, η Anna Karenina και ο Vronsky δεν θα μπορέσουν να αντισταθούν ο ένας τον άλλο, και θα χορέψουν παθιασμένα στο γκαλά, προκαλώντας την προσοχή της συντηρητικής τότε κοινωνίας. Σύντομα αυτή η έλξη θα εξελιχθεί σε μια παθιασμένη ερωτική σχέση που θα οδηγήσει την Anna Karenina να συναντήσει το τραγικό της πεπρωμένο.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ταινίας αυτής, που επιβάλλεται να σημειωθεί εξαρχής, είναι η χρήση των θεατρικών σκηνικών, και συγκεκριμένα μίας θεατρικής αίθουσας, η οποία χρησιμοποιείται ως κύριος τομέας δράσης και μετάβασης για τις περισσότερες σκηνές.

Ναι ξέρω ακούγεται περίεργο, όμως στην πράξη, αυτή η μετάβαση από σκηνή σε σκηνή με τη βοήθεια ενός θεάτρου, αποσκοπεί κατά κάποιον τρόπο στην περαιτέρω δραματοποίηση των γεγονότων (θέατρο = χώρος εξέλιξης μίας τραγωδίας, ενός δράματος), κάνει τη δράση πιο οικεία, πιο ρεαλιστική.

Το βιβλίο θεωρείται το αποκορύφωμα της ρεαλιστικής και μοντέρνας γραφής στη λογοτεχνία, έγινε ευρέως γνωστό και μεταφέρθηκε ουκ ολίγες φορές στη μεγάλη οθόνη. Κατάφερε να θέσει πολλά ζητήματα επί τάπητος και να θίξει την υποκρισία, τον έρωτα, το πάθος, τη ζήλεια, την κοινωνική συμπεριφορά, την πίστη και την απιστία, καθώς και τη θέση της γυναίκας στην τότε εποχή.

Στην πρόσφατη μεταφορά του σκηνοθέτη Joe Wright (Pride & Prejudice 2005, Atonement, 2007 και Hanna, 2011) τα περισσότερα από αυτά τα ζητήματα θίγονται πετυχημένα, με κυρίαρχα φυσικά, το τραγικό πάθος και το κόστος των προσωπικών επιλογών της Anna Karenina.

Η ίδια είναι μία κομψή και ευγενική γυναικεία μορφή. Πιστή στον άντρα και τις αξίες της τότε ρωσικής κοινωνίας, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή και θεωρούνταν όμορφη και εκλεκτή παρουσία. Αγαπούσε πάρα πολύ το γιο της, βάζοντας για πολλά χρόνια τα δικά της ‘θέλω’ στην άκρη. Η συνάντησή της με τον νεαρό Vronsky, θα αναστατώσει την ίδια και τα πιστεύω της, κάνοντάς την έρμαιο ενός τραγικού πάθους.

Η ουσία της προσωπικότητας της Anna Karenina, έγκειται στο γεγονός πως υποστήριξε τις προσωπικές της επιλογές μέχρι τέλους και αποδέχθηκε το βάρος αυτών και το αντίκτυπό τους. Για μία στιγμή αψήφησε την δική της ‘ηρεμία’, θυσίασε την οικογένεια και την γαλήνη της, για να ζήσει έστω λίγες στιγμές αληθινής ευτυχίας, κάτι που όμως η ίδια της η ανασφάλεια και το τέρας της ζήλειας, της τα πήραν τόσο απότομα όσο της τα έδωσαν.

Τολμηρή με τον αέρα μιας αληθινής γυναικείας προσωπικότητας (όπως ερμηνεύεται σήμερα), η τραγική ιστορία της Anna Karenina που αθέτησε το γάμο της, ‘πρόσβαλε’ την τότε συντηρητική κοινωνία και ακολούθησε την καρδιά της, αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο φιλμ του Joe Wright, του οποίου η σκηνοθεσία επέτρεψε στους ίδιους τους χαρακτήρες να πουν την ιστορία τους από την δική τους πλευρά, κάτι που και ο ίδιος ο Τολστόι πραγματεύεται στο βιβλίο του.

Όπως η ιστορία του αθεράπευτα ρομαντικού Levin (ο οποίος θεωρείται από πολλούς αναλυτές μία αυτοβιογραφική φιγούρα του Τολστόι), του οποίου η δύναμη της αγάπης και η αυτοθυσία του, οι σκέψεις του περί αισθημάτων και ζωής, τον καθιστούν μία από τις κυρίαρχες προσωπικότητες της ταινίας (παρεμπιπτόντως, στις παλαιότερες κινηματογραφικές εκδόσεις, ο χαρακτήρας εξαφανίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά).

Ο σκηνοθέτης κατάφερε εδώ να τολμήσει και να πάει ένα βήμα παραπέρα την ιστορία της Anna, να τη μεταφέρει με ένα μεταμοντέρνο τρόπο στη μεγάλη οθόνη, κάτι που οι παλαιότερες μεταφορές όχι απλά δεν έκαναν, αλλά προτίμησαν την πιο ‘εύκολη’ και ρομαντική εκδοχή της.


Η Anna Karenina είναι όμως περίπλοκη, παθιασμένη και θαρραλέα γυναίκα που έζησε σε μία αυστηρή κοινωνία που διψούσε για κουτσομπολιό και κριτική, μία κοινωνία που ήταν έτοιμη να καταβροχθίσει όποιον τολμούσε να την αμφισβητήσει κατάματα, κάτι που η Anna, είχε το θάρρος να το κάνει. Και ας το πλήρωσε με τη ζωή της, έζησε όμως με πάθος και αλήθεια. Και αυτό είναι από μόνο του ηρωικό

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Beginners (2010)

Σκηνοθεσία: Mike Mills
Σενάριο: Mike Mills
Παίζουν: Ewan McGregor, Christopher Plummer, Mélanie Laurent
Παραγωγή: ΗΠΑ
Διάρκεια:105΄

Το Beginners είναι από εκείνες τις ταινίες που για κάποιο λόγο σου προκαλούν ένα περίεργο συναίσθημα, μία αίσθηση αλλιώτικη, σαν να θέλεις να βουτήξεις στο εσωτερικό της και να μη σου το επιτρέπει.

Μην παρεξηγήσετε όμως τα λόγια μου. Ούτε περίεργη είναι, ούτε ακαταλαβίστικη. Είναι απλά μία πολύ έντονα συναισθηματική ταινία. Η δομή της δεν βασίζεται τόσο στο σενάριο, όσο στην εξέλιξη των ιστοριών των πρωταγωνιστών, τα συναισθήματά τους και την ψυχική τους κατάσταση.

Ο Oliver, είναι ένας νεαρός άντρας, που διανύει την τρίτη δεκαετία της ζωής του. Ο πατέρας του απεβίωσε πρόσφατα, έπειτα από μία σύντομη μάχη με τον καρκίνο, αφού όμως πρώτα εκμυστηρεύτηκε στο γιό του, πως όλα αυτά τα χρόνια έκρυβε την αληθινή ταυτότητά του, αυτή του απόλυτα συνειδητοποιημένου ομοφυλόφιλου.

Το αρχικό σοκ της αποκάλυψης, έρχεται να δώσει τη θέση του στην ψυχική καταρράκωση του ήρωα, αφού όλα όσα γνώριζε για την οικογένειά του γκρεμίζονται, με τον ίδιο να περνάει μία βαθιά και συναισθηματική κρίση ταυτότητας.

Η αλήθεια είναι πως σε οποιονδήποτε να συνέβαινε αυτό, αποβάλλοντας το σοκ για την όποια σεξουαλική ταυτότητα, θα αισθανόταν εγκλωβισμένος σε μία ζωή υποκρισίας και ψεμάτων, αφού οι ζωές των γονιών μας συνδέονται άρρηκτα με τις δικές μας, όσο και αν το αρνούμαστε πεισματικά.

Ο νεαρός Oliver, έχει να αντιμετωπίσει εκτός από τα φαντάσματα του παρελθόντος, και τη δική του προσωπική κρίση, αφού ο θάνατος του πατέρα του προκάλεσε εν γένει μία αναδιάρθρωση του χαρακτήρα  του, των προτεραιοτήτων στη ζωή του, κάνοντάς τον να επαναπροσδιορίσει τον ίδιο του τον εαυτό.

Κάπου εκεί, όντας χαμένος στις σκέψεις του και στη δουλειά του (είναι γραφίστας σε δισκογραφική εταιρία), θα γνωρίσει ένα αλλιώτικο κορίτσι που θα του αλλάξει τη ζωή, την Anna.

Θα γνωριστούν σε ένα πάρτι χωρίς καν να μιλήσουν, αφού η νεαρή κοπέλα – ηθοποιός στο επάγγελμα – πάσχει από φαρυγγίτιδα, γεγονός που δεν της επιτρέπει να μιλά. Η σχέση θα αναπτυχθεί αργά και σταδιακά, αποδεικνύοντας τα μειονεκτήματα του καθενός, αφού θα περάσει από πολλά στάδια κρίσης.

Και οι δύο ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την κοινή κρίση που στιγματίζει τη σχέση τους, θα προσπαθήσουν να ξεφύγουν ο ένας από τον άλλον, να προλάβουν να φύγουν, μήπως και καταφέρουν να μην πληγωθούν ανεπανόρθωτα.

Όμως ο έρωτας είναι μία δύναμη που δεν την ελέγχει η ανθρώπινη καρδιά και γρήγορα θα αντιληφθούν και οι δύο πως η ζωή δεν έχει κάποιο νόημα χωρίς την αγάπη τους, όσο δύσκολη και γεμάτη με εμπόδια φαίνεται ότι είναι.

Ο Oliver έχει πλέον να αντιμετωπίσει το παρελθόν που τον στοιχειώνει, τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία με την μητέρα του, καθώς ο σαρκαστικός της εαυτός, δεν του επέτρεψε ποτέ να αντιληφθεί τί πραγματικά συνέβαινε.

Έχοντας ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή του, λίγο πριν ο πατέρας του πεθάνει από την αρρώστια, προσπαθεί να καταλάβει πως η ίδια του η οικογένεια ήταν βασισμένη σε ένα ψέμα.

Ζώντας σε άλλη εποχή, λιγότερο ομοφυλοφιλικά συνειδητοποιημένη, ο πατέρας του Oliver, Hal, ήξερε από πάντα πως αυτό που είναι δεν αλλάζει. Δεν είναι αρρώστια, όπως πολλοί του είπαν, δεν είναι «φάση». Είναι ο αληθινός του εαυτός.

Η γυναίκα και μητέρα του Oliver, θεώρησε πως μπορούσε να τον «αλλάξει», πως με τη συντροφιά μιας γυναίκας θα ερχόταν στον «ίσιο» δρόμο. Όμως η σεξουαλική ταυτότητα κάποιου δεν αλλάζει, όσο και αν – ακόμη και σήμερα – σοκάρει ή θεωρείται ταμπού.

Το “Beginners” είναι σίγουρα μία ταινία χαρακτήρων, μία ταινία που βασίζει μεγάλο μέρος της στην διαστρεβλωμένη αφήγηση και τα πολλαπλά φλας μπακ, αυτή που μοιάζει να πήρες δεκάδες κομμάτια και να προσπάθησες να τα ενώσεις για να φτιάξεις μία ιστορία.
Όχι δεν είναι μείον για την ιστορία, είναι το πλεονέκτημά της, αυτό που την καθιστά τόσο συναισθηματική, τόσο αληθινά βγαλμένη από την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.

Γεμάτη συμβολισμούς (βλ. η παρουσία του αξιαγάπητου σκύλου σηματοδοτεί τη μνήμη του πατέρα του) και ερμηνείες για τη ζωή των χαρακτήρων της, η ταινία αυτή προσέφερε άλλη μία εκπληκτική ερμηνεία από τον ηθοποιό Christopher Plummer, για την οποία και κέρδισε το Όσκαρ Β’ Καλύτερου Ηθοποιού το 2012.


Σε μία κοινωνία όπου όλα αλλάζουν, η ταινία αυτή σηματοδοτεί με τον άκρατο συναισθηματισμό της, την αξιοσημείωτη (και τόσο όμορφη) σιωπή της, την μελαγχολική ταυτότητά της και το ιδιαίτερο χιούμορ της, μία ειλικρινή αποτύπωση της ίδιας της ζωής. Είναι συνάμα πικρή και γλυκιά, όμορφη και άσχημη με το γέλιο και το κλάμα της, με την αλήθεια και τα ψέματά της. 



Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Despicable Me (2010)


Σκηνοθεσία: Pierre Coffin, Chris Renaud
Σενάριο: Cinco Paul, Ken Daurio
Παίζουν: Steve Carell, Jason Segel, Russell Brand

Αναμένοντας εναγωνίως το δεύτερο μέρος της επιτυχημένης ταινίας από τα χεράκια της Universal, ξαναείδα το πρώτο μέρος της ιστορίας του Gru και των πολυαγαπημένων κοριτσιών με ιδιαίτερη χαρά, αφού πλέον φιγουράρει στη λίστα με τα αγαπημένα, τόσο για την όμορφη και πρωτότυπη ιστορία της, αλλά κυρίως για το ιδιαίτερο της χιούμορ.

Ο Gru λοιπόν, είναι ένα επαγγελματίας «κακός», μία διάνοια της εγκληματικότητας, που θα κάνει τα αδύνατα δυνατά να γίνει γνωστός και να λατρευτεί από τον κόσμο. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι, όπου η αυστηρή του μητέρα δεν αποδέχθηκε ποτέ τις επιτυχίες του, καθώς ήταν πάντα ‘λίγος’ στα μάτια της.

Αναθρεμμένος λοιπόν σε ένα όχι και τόσο φιλικό περιβάλλον, ο Gru μεγάλωσε για να γίνει ένας άκαρδος κακός μισάνθρωπος, που το μοναδικό πράγμα που τον ενδιαφέρει, είναι πώς να πραγματοποιήσει το επόμενο σατανικό του σχέδιο.

Έχοντας ήδη καταφέρει να κλέψει κάποια μνημεία ανά τον κόσμο, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το νέο αίμα της εγκληματικότητας, έναν νεαρό με φρέσκιες ιδέες, τον Vector, ο οποίος εκτός από εξυπνάδα (λέμε τώρα) διαθέτει και την τελευταία λέξη της τεχνολογίας σε εγκληματικό εξοπλισμό, βλ. πύραυλοι, σούπερ εξελιγμένο σπίτι, όπλα, υπερλουξ σκάφος και δε συμμαζεύεται.

Παρόλα αυτά ο Gru δε χάνει την αισιοδοξία του. Έχει ήδη στα σκαριά ένα νέο σχέδιο: να κλέψει το φεγγάρι. Το μόνο που του λείπει όμως είναι χρήματα. Και που θα τα βρει; Μα φυσικά θα επισκεφθεί την τράπεζα των «εγκληματιών» (βλ. The Lehman Brothers).

Ο διαβολικός όμως διευθυντής της τράπεζας δεν είναι και τόσο διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Προκειμένου να του δώσει το πολυπόθητο δάνειο, πρέπει να κλέψει ένα λέιζερ για να μπορέσει να συρρικνώσει το φεγγάρι. Μόνο που αυτό το λέιζερ είναι στην ιδιοκτησία του Vector.

Κάπου εκεί η ζωή του Gru θα ταραχθεί από την είσοδο σε αυτή τριών μικρών κοριτσιών. Η Margo, η Agnes και η Edith, τρία ορφανά κορίτσια θα εισβάλλουν στη ζωή του κακού Gru, ο οποίος θα αντιληφθεί πως ο μόνος τρόπος να μπει στο οχυρό του Vector είναι undercover. Και τι καλύτερος αντιπερισπασμός από τρία αθώα ορφανά κοριτσάκια που πουλάνε κουλουράκια;

Ψάχνοντας να βρω τους ακριβείς λόγους που αυτή η ταινία αγαπήθηκε τόσο πολύ, όχι μόνο από τους μικρούς, αλλά και από τους μεγάλους της θεατές, αντιλήφθηκα πως κυρίαρχο ρόλο παίζει ο αυθορμητισμός της. Και τι εννοώ με αυτό;

Το “Despicable Me” είναι μία δημιουργία που ενώ φυσικά έχει δημιουργηθεί με όλες τις προγραμματισμένες προδιαγραφές (σενάριο, χαρακτήρες κλπ.), σου δίνει την εντύπωση πως όλα γίνονται τόσο αυθόρμητα. Τα αστεία, οι αντιδράσεις των χαρακτήρων, οι ατάκες, οι χαρακτήρες, τα αξιολάτρευτα μινιόνς (με τα οποία γελάω τόσο πολύ), όλα τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν μοναδική.

Και ναι δεν είναι μονάχα αυτό. Είναι η φρεσκάδα στο όλον της. Ο Gru, ένας κλασσικός αντιήρωας, βρίσκει τη χαμένη του καλοσύνη μέσα από τη συναναστροφή του με την χαμένη του παιδικότητα. Τα κορίτσια, τρία μοναδικά πλάσματα που έμειναν ορφανά, χωρίς κάποιος (έως τώρα) να αναγνωρίσει την αξία τους. Ο κακός, αδαής Vector, ο έξυπνος μα τελείως κουφός βοηθός επιστήμων του Gru, τα ιδιαίτερα δημιουργήματα του τελευταίου, μινιόνς, είναι ένας προς ένας μοναδικοί χαρακτήρες – απόλαυση.

Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες έχουν διάσταση και υπόσταση, έχουν το απαραίτητο βάθος για να δημιουργήσουν το μοναδικό αυτό όλον της ταινίας. Μαζί με τον απερίγραπτο σουρεαλισμό ενός κλασσικού κινούμενου σχεδίου, που όλοι αγαπάμε να βλέπουμε επί της μεγάλης οθόνης, η ουσία και τα μηνύματα της ταινίας περνούν υποσυνείδητα, προκαλώντας αυθεντικά ξεσπάσματα γέλιου και θαυμασμού.

Σεναριακά τα είπαμε, πρωτότυπη και φρέσκια σαν ιδέα. Η εγκληματικότητα από τα μάτια του κακού. Σκηνοθετικά: αυθορμητισμός, αυθεντικότητα και γλυκύτατες υπάρξεις – χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν συνίσταται για τον αρσενικό πληθυσμό, πιστέψτε με θα ξετρελαθείτε.

Φυσικά πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο χαρακτήρας Gru, ερμηνευμένος από τον αμερικανό κωμικό Steve Carell με εκείνη την ψεύτικη ξενική προφορά που δημιουργεί μία απόκοσμη (απολαυστική) ατμόσφαιρα στον χαρακτήρα του.

Το “Despicable Meέχει γίνει πλέον κλασσικό, είναι από εκείνα τα κινούμενα σχέδια που δημιουργούν ατάκες, που βλέπονται ξανά και ξανά με εκείνη την αχόρταγη παιδική χαρά, που έχουν την ικανότητα να σε μεταφέρουν σε εκείνον τον άλλον κόσμο, τον φανταστικό και να σε κάνουν να μη θέλεις να φύγεις από αυτόν.

Όσο παιδικό και αν είναι για κάποιους, για κάποιους άλλους έχει βαθύτερο νόημα, όπως όλα τα κινούμενα σχέδια που σέβονται το υπόβαθρό τους. Το μόνο που μένει είναι να επιτρέψεις για λίγο την παιδική σου καρδιά να το αγκαλιάσει. 

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

The Manchurian Candidate (1962)


Σκηνοθεσία: John Frankenheimer
Σενάριο: Richard Condon, George Axelrod,
Παίζουν: Frank Sinatra, Laurence Harvey, Janet Leigh, Angela Lansbury

Βρισκόμαστε μετά τον πόλεμο της Κορέας στην Αμερική. Η επίλεκτη ομάδα του λοχία Raymond Shaw, βρίσκεται πίσω στην πατρίδα. Ο στρατιώτης Ben Marco ήταν μέλος της ομάδας αυτής. Η επιστροφή δε φαίνεται να είναι και πολύ ομαλή για τον ίδιο, αφού οι εφιάλτες που βλέπει καθημερινά τον έχουν κλονίσει. Κάθε βράδυ βλέπει τον λοχία Raymond Shaw να σκοτώνει δύο μέλη της ομάδας σε ένα περίεργο χώρο με θεατές.

Τρομαγμένος και φανερά επηρεασμένος από τους εφιάλτες επισκέπτεται το λοχία για να του εκφράσει την ανησυχία του. Εκεί θα αντιληφθεί πως κάτι έγινε στη μάχη, κάτι που άλλαξε ολοκληρωτικά την επίλεκτη ομάδα και κυρίως τον ίδιο τον Raymond.

Μία κλασσική ταινία για την Αμερική της δεκαετίας του 50 και τον Μακαρθισμό, αποτελεί ωδή για την πλύση εγκεφάλου της κοινής γνώμης και του μέσου Αμερικανού που γινόταν μέσω της εκτεταμένης χρήσης της προπαγάνδας και του εκφοβισμού.

Εδώ ερμηνεύεται μέσα από τη χειραγώγηση που υπέστη ο Raymond, όχι μόνο από την ομάδα που τον υπνώτισε και τον δίδαξε, αλλά κυρίως από την ίδια του τη μητέρα.

Η Eleanor Shaw Iselin είναι το είδος της μητέρας – τέρας. Έχοντας αναθρέψει το γιο της με βάση τις δικές της προδιαγραφές, τον έχει αφήσει στο έλεος των ‘απαγωγέων’, που με δική της προτροπή τον μετέτρεψαν σε έναν αδίστακτο δολοφόνο. Χωρίς η ίδια να ξέρει πως θα επέλεγαν το γιό της – όπως θα εκμυστηρευτεί στον ίδιο αργότερα – δε σταματά λεπτό την αντικομουνιστική της καμπάνια, αποδεικνύοντας πως νοιάζεται μονάχα για την εξουσία.

Ο Raymond τη μισεί, όπως και τον σύζυγο της, τον συντηρητικό γερουσιαστή John Iselin. Ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται πως το μυαλό του είναι κλειδωμένο μέσα σε μία κυκλική δολοφονική διαδικασία. Οι εντολές που έχει μάθει να ακολουθεί δεν γίνονται αντιληπτές από το συνειδητό του, με αποτέλεσμα να μην νιώθει καμία τύψη για τα εγκλήματα που διαπράττει.

Μέσα από την ιδιοφυή αποτύπωση της κατάστασης του εγκεφάλου του Raymond, καθώς και της σταδιακής αποσύνθεσής του, παρακολουθούμε μία αριστουργηματική ταινία που κατάφερε και μίλησε ανοιχτά για όσα εγκλήματα διαπράττονταν από χειραγωγημένα και μη μυαλά την εποχή εκείνη.

Σκληρή και ωμή, η ταινία αποτυπώνει με ιατρική ακρίβεια όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν τη διψασμένη για εξουσία μητέρα, το άρρωστο μυαλό του Raymond και τη αγνότητα των κινήτρων του Ben, ο οποίος θα ανακαλύψει βήμα προς βήμα το λόγο της μυστηριώδης συμπεριφοράς του Raymond και θα αποφασίσει να τον σώσει.

Η κάμερα είναι παντογνώστης και δεινός αφηγητής. Εξιστορεί έξυπνα και μεθοδικά την υστερία που επικρατούσε με τους κομμουνιστές, τις εγκληματικές πράξεις που διέπραττε κάθε σεβαστό μέλος του Κογκρέσου, καθώς και την προπαγανδιστική τακτική όλων των μέσων ενημέρωσης.

Το κλίμα αυτής της εποχής είναι διάχυτο σε κάθε ίντσα της ταινίας, ουρλιάζοντας την υποκριτική συμπεριφορά των συντηρητικών πολιτικών και πολιτών. Κάτι που στην περίεργη επαναδημιουργία της ταινία το 2004 από τον Jonathan Demme με τους  Denzel Washington και Liev Schreiber, είναι απόν.

Οι ερμηνείες τώρα στην ταινία του 1962 είναι άλλο κεφάλαιο. Η εμβληματική μορφή της Angela Lansbury σε μία ερμηνεία που έχει μείνει στο πάνθεον της υποκριτικής παγκοσμίως (το 5λεπτο υστερικό λογύδριο της), μαζί με την ελκυστική προσωπικότητα της Janet Leigh και τον σκοτεινό – μα συνάμα λυπηρό – χαρακτήρα του Laurence Harvey, συνθέτουν μία ομάδα επίλεκτων ταλαντούχων ηθοποιών.

Για να μην αναφέρω την ερμηνεία έκπληξη – για μένα τουλάχιστον – του Φράνκι, ο οποίος μέσα από την ερμηνεία του ως Ben Marco αποδεικνύει το πολυτάλαντο ταπεραμέντο του.  Σε παράλληλη πορεία με τη μουσική του καριέρα, η ‘Φωνή’, όπως πολλοί τον χαρακτηρίζουν, Frank Sinatra, κατάφερε να εδραιωθεί και κινηματογραφικά.

Το ‘The Manchurian Candidate’ είναι ένα αριστουργηματικό πολιτικοκοινωνικό θρίλερ που μιλά ανοιχτά για όλα εκείνα τα στοιχεία της πουριτανής Αμερικανικής κοινωνίας που εν έτη 2013 είναι πιο εμφανή από ποτέ άλλοτε, όσο και αν προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο.